οργανικός

οργανικός
-ή, -ό (Α ὀργανικός, -ή, -όν) [όργανον]
1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο
2. αυτός που αποτελείται από όργανα
3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες τού ανθρώπινου οργανισμού
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό
2. αυτός που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός οργανισμού
3. ιατρ. (για παθήσεις) αυτός που έχει σωματική προέλευση, σε αντιδιαστολή με τον ψυχικό ή λειτουργικό («οργανικό φύσημα τής καρδιάς»)
4. το θηλ. ως ουσ. η οργανική
μία από τις οκτώ πτώσεις τής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας η οποία δήλωνε το όργανο και γενικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι
5. φρ. α) «οργανικές ενώσεις» — γενική ονομασία τών χημικών ενώσεων που περιέχουν άνθρακα
β) «οργανική χημεία» — κλάδος τής χημείας που αναφέρεται στη μελέτη τού άνθρακα και τών ενώσεών του, σε αντιδιαστολή προς την ανόργανη χημεία
β) «οργανική θέση» — θέση που κρίνεται απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία μιας υπηρεσίας
γ) «οργανικός νόμος» — θεμελιώδης νόμος που αναφέρεται στα σχετικά με την οργάνωση ενός κράτους και τών υπηρεσιών του
δ) «οργανική αρχιτεκτονική» — αρχιτεκτονική αντίληψη κατά την οποία οι μορφές τών κτηρίων πρέπει να υπαγορεύονται όχι μόνον από την αυστηρή λειτουργικότητα αλλά και από το περιβάλλον, όπως συμβαίνει στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και από τις τοπικές συνθήκες και τις ανάγκες τού ατόμου
ε) «οργανικές παθήσεις» — οι παθήσεις που οφείλονται σε εμφανή ιστολογική αλλοίωση ενός οργάνου, σε αντιδιαστολή προς τις λειτουργικές παθήσεις
στ) μουσ. i) «οργανική μουσική» — μουσική κατά την οποία ακούγονται μόνο τα όργανα χωρίς φωνές, αλλ. ενόργανη μουσική
ii) «οργανικό μέρος»
(σε μία παρτιτούρα) το μέρος που έχει σχέση αποκλειστικά με τα όργανα, με την ορχήστρα
μσν.
ο συγκροτημένος με λογικό τρόπο
αρχ.
1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με πράξεις
2. αυτός που κατασκευάζεται με όργανο
3. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) ὀργανικώτερον
με τρόπο που αρμόζει σε όργανα τού σώματος
4. το θηλ. ως ουσ. η τέχνη τής κατασκευής με τη χρήση οργάνων.
επίρρ...
οργανικώς και -ά (ΑΜ ὀργανικῶς)
αναφορικά προς τη λειτουργία τού οργανισμού
αρχ.
1. με όργανα
2. στη θέση οργανικής πτώσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀργανικός — serving as organs masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οργανισμό, σε όργανο ή σε οργάνωση: Οργανική πάθηση, θέση. 2. αυτός που έχει όργανα, αλλ. ενόργανος: Οργανικά όντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργανικά — ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc pl ὀργανικά̱ , ὀργανικός serving as organs fem nom/voc/acc dual ὀργανικά̱ , ὀργανικός serving as organs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικώτερον — ὀργανικός serving as organs adverbial comp ὀργανικός serving as organs masc acc comp sg ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικῶν — ὀργανικός serving as organs fem gen pl ὀργανικός serving as organs masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικόν — ὀργανικός serving as organs masc acc sg ὀργανικός serving as organs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερχλωραιθυλένιο — Οργανικός διαλύτης με χημικό τύπο C2Cl4. Είναι υγρό άχρωμο, που βράζει στους 119° και έχει ειδικό βάρος 1,624 σε 15°. Παρασκευάζεται από πενταχλωραιθάνιο (C2HCl5) βρασμένο με πολτό ασβέστη. Το υ. είναι ανάλογο προς το τριχλωραιθυλένιο …   Dictionary of Greek

  • ὀργανικαῖς — ὀργανικός serving as organs fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικαί — ὀργανικός serving as organs fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανικοῖς — ὀργανικός serving as organs masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”